Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌæb.dɪˈkeɪ.ʃən/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌæb.dɪˈkeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abdication (en)

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
abdication abdications

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abdication < παλαιά γαλλική abdication < λατινική abdicatio < abdico

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ab.di.ka.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abdication (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία