abdicate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abdicate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abdicates |
αόριστος | abdicated |
παθητική μετοχή | abdicated |
ενεργητική μετοχή | abdicating |
Ρήμα
επεξεργασίαabdicate (en)
- παραιτούμαι από το θρόνο, από τη θέση του μονάρχη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- abdicate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abdicate - Oxford Learner's Dictionaries