abdiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abdiko | abdikoj |
αιτιατική | abdikon | abdikojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabdiko (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abdiko | abdiki |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabdiko (io)