ενικός         πληθυντικός  
resignation resignations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
resignation < resign + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

resignation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραίτηση, η οικειοθελής αποχώρηση από μια θέση εργασίας ή ένα αξίωμα
    ⮡  I heard of his resignation from the radio.
    Έμαθα για την παραίτηση του από το ραδιόφωνο.
  2. η παραίτηση, η πράξη της παραίτησης, η έγγραφη ή προφορική δήλωση που κάνει κάποιος γι΄ αυτό το σκοπό
    ⮡  He sent him his resignation.
    Του έστειλε την παραίτησή του.
    ⮡  She submitted her resignation.
    Υπέβαλε την παραίτησή της.
  3. (μη μετρήσιμο) η εγκαρτέρηση, παθητική αποδοχή δυσάρεστης κατάστασης
    ⮡  He accepted his fate with resignation.
    Δέχτηκε με εγκαρτέρηση τη μοίρα του.