resignation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
resignation | resignations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαresignation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραίτηση, η οικειοθελής αποχώρηση από μια θέση εργασίας ή ένα αξίωμα
- ⮡ I heard of his resignation from the radio.
- Έμαθα για την παραίτηση του από το ραδιόφωνο.
- ⮡ I heard of his resignation from the radio.
- η παραίτηση, η πράξη της παραίτησης, η έγγραφη ή προφορική δήλωση που κάνει κάποιος γι΄ αυτό το σκοπό
- ⮡ He sent him his resignation.
- Του έστειλε την παραίτησή του.
- ⮡ She submitted her resignation.
- Υπέβαλε την παραίτησή της.
- ⮡ He sent him his resignation.
- (μη μετρήσιμο) η εγκαρτέρηση, παθητική αποδοχή δυσάρεστης κατάστασης
- ⮡ He accepted his fate with resignation.
- Δέχτηκε με εγκαρτέρηση τη μοίρα του.
- ⮡ He accepted his fate with resignation.