εγκαρτέρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκαρτέρηση | οι | εγκαρτερήσεις |
γενική | της | εγκαρτέρησης* | των | εγκαρτερήσεων |
αιτιατική | την | εγκαρτέρηση | τις | εγκαρτερήσεις |
κλητική | εγκαρτέρηση | εγκαρτερήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαρτερήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεγκαρτέρηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγκαρτερώ, η χωρίς καμία διαμαρτυρία υπομονή ή απάθεια