πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαρτυρία οι διαμαρτυρίες
      γενική της διαμαρτυρίας των διαμαρτυριών
    αιτιατική τη διαμαρτυρία τις διαμαρτυρίες
     κλητική διαμαρτυρία διαμαρτυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμαρτυρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαμαρτυρί αἱ διαμαρτυρίαι
      γενική τῆς διαμαρτυρίᾱς τῶν διαμαρτυριῶν
      δοτική τῇ διαμαρτυρί ταῖς διαμαρτυρίαις
    αιτιατική τὴν διαμαρτυρίᾱν τὰς διαμαρτυρίᾱς
     κλητική ! διαμαρτυρί διαμαρτυρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαμαρτυρί
γεν-δοτ τοῖν  διαμαρτυρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμαρτυρία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) νομική αμφισβήτηση, ένσταση
  2. (ελληνιστική σημασία) διαμαρτυρία