διαμαρτυρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμαρτυρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμαρτυρία (αρχαία σημασία: νομική αμφισβήτηση)[1] < αρχαία ελληνική διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ < δια- + μαρτυρέω / μαρτυρῶ < μάρτυς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.maɾ.tiˈɾi.a/ & /ði̯a.maɾ.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐μαρ‐τυ‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμαρτυρία θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαμαρτύρομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαμαρτύρομαι και μάρτυρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμαρτυρία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαμαρτυρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαμαρτυρίᾱ | αἱ | διαμαρτυρίαι |
γενική | τῆς | διαμαρτυρίᾱς | τῶν | διαμαρτυριῶν |
δοτική | τῇ | διαμαρτυρίᾳ | ταῖς | διαμαρτυρίαις |
αιτιατική | τὴν | διαμαρτυρίᾱν | τὰς | διαμαρτυρίᾱς |
κλητική ὦ! | διαμαρτυρίᾱ | διαμαρτυρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαμαρτυρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαμαρτυρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαμαρτυρία < διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ + -ία < δια- + μαρτυρέω / μαρτυρῶ < μάρτυς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμαρτυρία θηλυκό
- (νομικός όρος) νομική αμφισβήτηση, ένσταση
- (ελληνιστική σημασία) διαμαρτυρία
Πηγές
επεξεργασία- διαμαρτυρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαμαρτυρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.