ενικός         πληθυντικός  
contestation contestations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contestation (fr) θηλυκό

  1. η αμφισβήτηση
  2. η διένεξη, η φιλονικία
  3. η αντίρρηση, η διαφωνία
  4. η διαμαρτυρία

Συγγενικά

επεξεργασία