διένεξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διένεξη | οι | διενέξεις |
γενική | της | διένεξης* | των | διενέξεων |
αιτιατική | τη | διένεξη | τις | διενέξεις |
κλητική | διένεξη | διενέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διενέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διένεξη < μεσαιωνική ελληνική διένεξις < αρχαία ελληνική διαφέρω (πρόθεση διά + αοριστικό θέμα ἐνεγκ- του φέρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιένεξη θηλυκό
- (λόγιο) η αντιπαράθεση, η διαμάχη, η φιλονικία