Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαφέρω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαφέρω < δια- + φέρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

διαφέρω

  1. είμαι διαφορετικός, παρουσιάζω μια ή περισσότερες διαφορές από κάτι άλλο
    Σε τι διαφέρει το ατύχημα από το δυστύχημα;
    • (για μεγέθη) είμαι μεγαλύτερος ή μικρότερος από κάτι άλλο
      ※  Στα διάφορα κράτη μέλη (της ΕΕ), παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στον τομέα της υγείας, για παράδειγμα: τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας τον πρώτο χρόνο ζωής διαφέρουν κατά πέντε μονάδες (@ec.europa.eu)
  2. υπερέχω, ξεχωρίζω
    Δοκιμάστε το προϊόν μας! Διαφέρει!

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διαφέρω   διαφέρομαι 
Παρατατικός  διέφερον   διεφερόμην 
Μέλλοντας  διοίσω   διοίσομαι 
Αόριστος  διήνεγκα, διήνεγκον   διηνεγκάμην & διηνέχθην 
Παρακείμενος  διενήνοχα 
Υπερσυντέλικος  διενηνόχειν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαφέρω < δια- + φέρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

διαφέρω

  1. μεταφέρω από πάνω ή απέναντι
  2. (για χρόνο) περνώ τη ζωή μου
    ※ 6ος/5ος αιώνας πκε  Αἰσχύλος Χοηφόροι, 66-70
    δι᾽ αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ | τίτας φόνος πέπηγεν οὐ διαρρύδαν. | διαλγὴς ἄτη διαφέρει | τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν | [τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ].
    Απ᾽ τα αίματα που χύθηκαν και τα ᾽πιε η μάνα η Γη, | έπηξε η στάλα ασκόρπιστη, εκδίκηση ως να βρει· | σ᾽ άγρια μαρτύρια ο ένοχος μαύρη ζωή περνά | και δεν του λείπει βάσανο να μην τον τυραγνά.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
  3. φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος
  4. αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, φέρνω εις πέρας
  5. μεταφέρω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω, διασχίζω
  6. διαδίδω, εξαπλώνω ολόγυρα
  7. σχίζω στα δυο, τεμαχίζω
  8. (αμετάβατο) διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος
  9. (μεταφορικά) κατευνάζω, καταπραΰνω την οργή
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 503
    οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν.
    Χαιρεφώντας ολόφτυστος θα γίνεις.
    Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
  10. (αμετάβατο) διακρίνομαι, υπερέχω
  11. (αμετάβατο) (σε απρόσωπη σύνταξη) με ενδιαφέρει, με νοιάζει, διαφέρει, έχει διαφορά
  12. (για πεποίθηση, αντίληψη) επικρατώ, υπερισχύω
  13. (στην παθητική φωνή) διαφέρω, συγκρούομαι, ανταγωνίζομαι, μάχομαι, φιλονικώ (βλ. οἱ διαφερόμενοι: οι διάδικοι)
    5ος αιώνας πκε   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 173.2
    διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ·
    Όταν όμως στην Κρήτη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στα παιδιά της Ευρώπης, το Σαρπηδόνα και το Μίνωα, για το ποιός θα γίνει βασιλιάς, επειδή από τη φιλονικία νικητής βγήκε ο Μίνως, έδιωξε από εκεί το Σαρπηδόνα και τους επαναστάτες του·
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  14. (στην παθητική φωνή) (για απόψεις, θεωρίες) διαχωρίζω, διίσταμαι

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία