↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφορικός η διαφορική το διαφορικό
      γενική του διαφορικού της διαφορικής του διαφορικού
    αιτιατική τον διαφορικό τη διαφορική το διαφορικό
     κλητική διαφορικέ διαφορική διαφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφορικοί οι διαφορικές τα διαφορικά
      γενική των διαφορικών των διαφορικών των διαφορικών
    αιτιατική τους διαφορικούς τις διαφορικές τα διαφορικά
     κλητική διαφορικοί διαφορικές διαφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφορικός < -ή, -ό επίθ. (διαφορά)

  Επίθετο

επεξεργασία

διαφορικός

  1. ο αναφερόμενος σε διαφορές, που μελετά διαφορές
    αμοιβή διαφορική λόγω φύλου
  2. διαφορικός λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία