διαφοροποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαφοροποιούμαι, π.αόρ.: διαφοροποιήθηκα, μτχ.π.π.: διαφοροποιημένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαφοροποιώ
διαφοροποιούμαι, π.αόρ.: διαφοροποιήθηκα, μτχ.π.π.: διαφοροποιημένος