αντέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντέχω < αρχαία ελληνική ἀντέχω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντέχω
- αντιμετωπίζω κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό με υπομονή και καρτερικότητα
- έχω (ή συνεχίζω να έχω) αντοχή κι ανθεκτικότητα σε κάτι, διατηρώντας τα βασικά μου χαρακτηριστικά
- διαθέτω (ή συνεχίζω να διαθέτω) τη δύναμη που χρειάζεται για κάτι
- αντέχεις να περπατήσεις;
- δείχνω ανθεκτικότητα σε κάτι που επιχειρεί να με καταβάλλει
- ο οργανισμός του ασθενούς δεν άντεξε
- προβάλλω αντίσταση μέχρι τέλους σε κάποια εξωτερική εχθρική ενέργεια
- η ομάδα φαίνεται να αντέχει στις επιθέσεις των αντιπάλων
- επιβιώνω, διατηρώντας τις σωματικές μου δυνάμεις
- ο άνθρωπος δεν αντέχει χωρίς νερό
- (μεταφορικά) ανταποκρίνομαι, διατηρώ την αξία μου
- αντέχει σε κάθε είδους κριτική
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντέχω | άντεχα | θα αντέχω | να αντέχω | αντέχοντας | |
β' ενικ. | αντέχεις | άντεχες | θα αντέχεις | να αντέχεις | άντεχε | |
γ' ενικ. | αντέχει | άντεχε | θα αντέχει | να αντέχει | ||
α' πληθ. | αντέχουμε | αντέχαμε | θα αντέχουμε | να αντέχουμε | ||
β' πληθ. | αντέχετε | αντέχατε | θα αντέχετε | να αντέχετε | αντέχετε | |
γ' πληθ. | αντέχουν(ε) | άντεχαν αντέχαν(ε) |
θα αντέχουν(ε) | να αντέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άντεξα | θα αντέξω | να αντέξω | αντέξει | ||
β' ενικ. | άντεξες | θα αντέξεις | να αντέξεις | άντεξε | ||
γ' ενικ. | άντεξε | θα αντέξει | να αντέξει | |||
α' πληθ. | αντέξαμε | θα αντέξουμε | να αντέξουμε | |||
β' πληθ. | αντέξατε | θα αντέξετε | να αντέξετε | αντέξτε | ||
γ' πληθ. | άντεξαν αντέξαν(ε) |
θα αντέξουν(ε) | να αντέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντέξει | είχα αντέξει | θα έχω αντέξει | να έχω αντέξει | ||
β' ενικ. | έχεις αντέξει | είχες αντέξει | θα έχεις αντέξει | να έχεις αντέξει | ||
γ' ενικ. | έχει αντέξει | είχε αντέξει | θα έχει αντέξει | να έχει αντέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντέξει | είχαμε αντέξει | θα έχουμε αντέξει | να έχουμε αντέξει | ||
β' πληθ. | έχετε αντέξει | είχατε αντέξει | θα έχετε αντέξει | να έχετε αντέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντέξει | είχαν αντέξει | θα έχουν αντέξει | να έχουν αντέξει |
|