bear
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | bear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bears |
αόριστος | bore, bare |
παθητική μετοχή | borne, born, bore |
ενεργητική μετοχή | bearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
παθ.μτχ.: born χρησιμοποιείται μόνο με σημασία γεννώ και αόρ.: bare είναι παρωχημένο |
bear (en)