αρκούδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρκούδα | οι | αρκούδες |
γενική | της | αρκούδας | των | αρκούδων |
αιτιατική | την | αρκούδα | τις | αρκούδες |
κλητική | αρκούδα | αρκούδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρκούδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρκούδα < ἀρκούδ(ιν) + μεγεθυντικό επίθημα -α[1] < ἀρκούδιον < ἄρκος + -ούδιον < αρχαία ελληνική ἄρκος[2], άλλη μορφή του ἄρκτος (αρκούδα)[3]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾˈku.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐κού‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρκούδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλο σαρκοβόρο ή/και παμφάγο θηλαστικό με δασύ τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι, μικρά αυτιά και γαμψά νύχια. Μπορεί να στέκεται αλλά και να κινείται ακόμη και όρθιο
- (συνεκδοχικά) το τομάρι της αρκούδας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το γέλιο της αρκούδας : πάρα πολύ γέλιο
- το ξύλο της αρκούδας : πάρα πολύ ξύλο, ξυλοδαρμός
Επεξεργασία
- και
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αρκούδα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρκούδα
|
Επεξεργασία
- ↑ αρκούδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ αρκούδιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ ἄρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.