πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
      γενική του αρκουδοτόμαρου των αρκουδοτόμαρων
    αιτιατική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
     κλητική αρκουδοτόμαρο αρκουδοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρκουδοτόμαρο μπροστά σε καυσόξυλα

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρκουδοτόμαρο < αρκούδα + τομάρι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρκουδοτόμαρο ουδέτερο

  • το τομάρι ή το δέρμα τής αρκούδας

Μεταφράσεις

επεξεργασία