αρκουδιάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρκουδιάρα < αρκουδιάρ(ης) + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρκουδιάρα θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του αρκουδιάρης, άλλη μορφή του αρκουδιάρισσα
- (μεταφορικά) άξεστη γυναίκα
- (μεταφορικά) πανάσχημη γυναίκα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αρκούδα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρκουδιάρης
αρκουδιάρα
|