Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλοδαρμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξυλοδαρμ
ός
οι
ξυλοδαρμ
οί
γενική
του
ξυλοδαρμ
ού
των
ξυλοδαρμ
ών
αιτιατική
τον
ξυλοδαρμ
ό
τους
ξυλοδαρμ
ούς
κλητική
ξυλοδαρμ
έ
ξυλοδαρμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλοδαρμός
<
ξύλο
+
-ο-
δαρμός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ksi.lo.ðaɾˈmos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλοδαρμός
αρσενικό
το να ρίχνει κάποιος
ξύλο
σε άλλον, να τον
χτυπάει
, να τον
δέρνει
Συνώνυμα
επεξεργασία
καταχείριση
μπερντάκι
ξυλοκόπημα
σοπάκι
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξύλο
και
δέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλοδαρμός
αγγλικά
:
beating
(en)
,
drubbing
(en)
γαλλικά
:
bastonnade
(fr)
,
tabassage
(fr)