• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξυλοδαρμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξυλοδαρμός οι ξυλοδαρμοί
      γενική του ξυλοδαρμού των ξυλοδαρμών
    αιτιατική τον ξυλοδαρμό τους ξυλοδαρμούς
     κλητική ξυλοδαρμέ ξυλοδαρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλοδαρμός < ξύλο + -ο- δαρμός

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksi.lo.ðaɾˈmos/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξυλοδαρμός αρσενικό

  • το να ρίχνει κάποιος ξύλο σε άλλον, να τον χτυπάει, να τον δέρνει

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • καταχείριση
  • μπερντάκι
  • ξυλοκόπημα
  • σοπάκι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις ξύλο και δέρνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ξυλοδαρμός
  • αγγλικά : beating (en), drubbing (en)
  • γαλλικά : bastonnade (fr), tabassage (fr)
  • ρωσικά : избиение (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξυλοδαρμός&oldid=7036679"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Φεβρουαρίου 2025, στις 14:23

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Φεβρουαρίου 2025, στις 14:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας