Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλοκόπημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυλοκόπημα
τα
ξυλοκοπήμα
τ
α
γενική
του
ξυλοκοπήμα
τ
ος
των
ξυλοκοπημά
τ
ων
αιτιατική
το
ξυλοκόπημα
τα
ξυλοκοπήμα
τ
α
κλητική
ξυλοκόπημα
ξυλοκοπήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλοκόπημα
<
ξυλοκοπώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλοκόπημα
ουδέτερο
το άγριο και ασταμάτητο
χτύπημα
Συνώνυμα
επεξεργασία
δαρμός
ξυλοφόρτωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλοκόπημα
αγγλικά
:
beating
(en)
γαλλικά
:
tabassage
(fr)