Ετυμολογία

επεξεργασία
δέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δέρνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέρω (γδέρνω, χτυπάω) με ανάπτυξη [n] όπως στο φέρνω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðeɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέρ‐νω

δέρνω, αόρ.: έδειρα, παθ.φωνή: δέρνομαι, π.αόρ.: δάρθηκα, μτχ.π.π.: δαρμένος

  1. χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
    ⮡  κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
     συνώνυμα: βαράω, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ, χειροδικώ, βιαιοπραγώ, ραπίζω
  2. κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
    ⮡  η χιονοθύελλα τους έδερνε πολλή ώρα, μέχρι να φτάσουν στο καταφύγιο
     συνώνυμα: ριπίζω
  3. βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
    ⮡  τους έχει δείρει η θλίψη κι η μοναξιά
     συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω, ταλαιπωρώ, τυραννάω
  4. (ιδιωματικό) επιτίθεμαι, πλήττω, προσβάλλω
    ※  από το τραγούδι το «Κάστρο της Ωριάς», συρτό Πελοποννήσου από την Αρκαδία)
    Όλα τα κάστρα τα 'δα κι όλα τα 'δειρα
    βρ' αμάν αμάν αμάν κι όλα τα 'δειρα
    κι όλα τα 'δει- τα 'δειρα, Φραγκοπούλα και Pωμιά.
    Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα
    ΣτΕ: είδε και χτύπησε όλα τα κάστρα, για να τα κυριεύσει, αλλά δε βρήκε «σαν της Ωριάς το κάστρο»
  5. για αρνητική ή ανεπιθύμητη ιδιότητα: χαρακτηρίζω
    ⮡  τι εγωισμός σας δέρνει!

Συγγενικά

επεξεργασία

Σύνθετα του ρήματος

και

→ και δείτε τις λέξεις γδέρνω και δέρμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δέρνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέρω (γδέρνω, χτυπάω) με ανάπτυξη [n] όπως στο φέρνω[2]

δέρνω

  1. χτυπάω, ραβδίζω, ξυλοκοπάω
  2. πλήττω, προσβάλλω
  3. (για κάστρα, για τείχη) επιτίθεμαι
  4. νικάω, τιμωρώ
  5. (αμετάβατο) παραδέρνω, βασανίζομαι
  6. (στην παθητική φωνή, μέση διάθεση) -μαι
    1. συγκρούομαι
    2. οδύρομαι, χτυπιέμαι από απελπισία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

ενεστώτας:

παρατατικός:

αόριστος:

υποτακτικές:

προστακτικές: