δάρτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάρτης | οι | δάρτες |
γενική | του | δάρτη | των | δαρτών |
αιτιατική | τον | δάρτη | τους | δάρτες |
κλητική | δάρτη | δάρτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δάρτης < (ελληνιστική κοινή) δάρτης < αρχαία ελληνική δέρω / δείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derǝ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάρτης αρσενικό
- αυτός που δέρνει
Συγγενικά επεξεργασία
- αβγοδάρτης
- → δείτε τη λέξη δέρνω