• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δάρτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : γδάρτης

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάρτης οι δάρτες
      γενική του δάρτη των δαρτών
    αιτιατική τον δάρτη τους δάρτες
     κλητική δάρτη δάρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δάρτης < (ελληνιστική κοινή) δάρτης < αρχαία ελληνική δέρω / δείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derǝ-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάρτης αρσενικό

  • αυτός που δέρνει

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αβγοδάρτης
  • → δείτε τη λέξη δέρνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δάρτης
  • αγγλικά : beater (en), thrasher (en); enforcer (en), arse-kicker (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δάρτης&oldid=7111766"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:48

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:48.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας