αβγοδάρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɣoˈðaɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐δάρ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβγοδάρτης αρσενικό
- (νεολογισμός, κουζινικά) εργαλείο κουζίνας με το οποίο χτυπάμε αβγά ή τα ανακατεύουμε με κάτι άλλο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- και με την γραφή αυγοδάρτης (βλ. γραφή του 'αβγό')
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣημείωση: Οι λέξεις όπως εμφανίζονται σε καταλόγους πωλήσεων, το 2018.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αβγοδάρτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)