γδάρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γδάρτης | οι | γδάρτες |
γενική | του | γδάρτη | των | γδαρτών |
αιτιατική | τον | γδάρτη | τους | γδάρτες |
κλητική | γδάρτη | γδάρτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγδάρτης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που γδέρνει σφάγια
- (μεταφορικά) αυτός που βγάζει υπερβολικό κέρδος εκμεταλλευόμενος τους άλλους