εκδορέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εκδορέας | οι | εκδορείς |
γενική | του | εκδορέα & εκδορέως |
των | εκδορέων |
αιτιατική | τον | εκδορέα | τους | εκδορείς |
κλητική | εκδορέα | εκδορείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδορέας < (καθαρεύουσα) ἐκδορεύς < ἐκδορά + -εύς < (ελληνιστική κοινή) ἐκδορά < αρχαία ελληνική ἐκδέρω < δέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derǝ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκδορέας αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εκδορά
- εκδοροσφαγέας
- → δείτε τη λέξη γδέρνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδορέας
|