εκδοροσφαγέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκδοροσφαγέας < (καθαρεύουσα) ἐκδοροσφαγεύς < ἐκδορεύς (< εκδορά) + -ο- + σφαγεύς (< αρχαία ελληνική σφαγεύς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκδοροσφαγέας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκδοροσφαγέας
|