σφαγέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σφαγέας | οι | σφαγείς |
γενική | του του/της |
σφαγέα σφαγέως |
των | σφαγέων |
αιτιατική | τον/τη | σφαγέα | τους/τις | σφαγείς |
κλητική | σφαγέα | σφαγείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφαγέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαγεύς < σφαγή (που σφάζει)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfaˈʝe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφα‐γέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφαγέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με τη σφαγή ζώων ή γενικότερα δουλεύει σε σφαγείο
- που σκοτώνει (μαζικά) ανθρώπους (σε πόλεμο) σφάζοντάς τους ή με άλλους άγριους τρόπους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σφαγή