Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

butcher (en)

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

butcher (en)

  • σφάζω ζώα και ετοιμάζω το κρέας για τους αγοραστές
  • σφαγιάζω κάποιον, τον σκοτώνω με ειδεχθή τρόπο