↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφαγεύς οἱ σφαγεῖς - σφαγῆς*
      γενική τοῦ σφαγέως τῶν σφαγέων
      δοτική τῷ σφαγεῖ τοῖς σφαγεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σφαγέ τοὺς σφαγέᾱς
     κλητική ! σφαγεῦ σφαγεῖς - σφαγῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαγ1 ή σφαγεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  σφαγέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαγεύς < σφαγ(ή) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφαγεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) σφαγέας
  2. αυτός που κάνει θυσίες
  3. (συνεκδοχικά) μαχαίρι που χρηιμοποιείται στις θυσίες
  4. δήμιος
  5. φονιάς