Δείτε επίσης: Φονιάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φονιάς οι φονιάδες
      γενική του φονιά των φονιάδων
    αιτιατική τον φονιά τους φονιάδες
     κλητική φονιά φονιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φονιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φονιάς[1] < φονέας < φονεύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /foˈɲas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐νιάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φονιάς αρσενικό (θηλυκό φόνισσα)

  1. αυτός που αφαιρεί εκούσια τη ζωή κάποιου
    ※ Κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς, / για κοίτα ένας νταλκάς σε πειρασμό με βάζει. / Με κοροϊδεύεις, με κάνεις ό,τι θες, / εγώ που έδιωχνα γυναίκες μέχρι χθες. (Και λέγε λέγε, στίχοι: Γιάννης Πάριος, μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης, εκτέλεση: Στράτος Διονυσίου, 1981)
    • (και για καιρικά φαινόμενα, ασθένειες κλπ)
      κρύο φονιάς
  2. (μεταφορικά) κάποιος πολύ επικίνδυνος για τους αντιπάλους του, πχ σε αθλητικές συναντήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία