Ουσιαστικό

επεξεργασία

homicide (en)

  1. η ανθρωποκτονία
  2. ο δράστης μιας ανθρωποκτονίας
      ενικός         πληθυντικός  
homicide homicides

homicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία