δράστης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δράστης | οι | δράστες |
γενική | του | δράστη | των | δραστών |
αιτιατική | τον | δράστη | τους | δράστες |
κλητική | δράστη | δράστες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δράστης < αρχαία ελληνική δράστης / δρήστης < δράω / δρῶ < πρωτοελληνική *dráwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dréwh₂-e-ti < *dréwh₂- (τρέχω, δρω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δράστης αρσενικό (θηλυκό: δράστρια, δράστιδα, δράστις)
- αυτός που διέπραξε μια παράνομη ενέργεια ή (γενικότερα) κάποια ενέργεια
Επεξεργασία
- αναπόδραστα
- αναπόδραστο
- αναπόδραστος
- αντιδραστήρας
- αντιδραστήριο
- αντιδραστικά
- αντιδραστικός
- αντιδραστικότητα
- δραστηριοποίηση
- δραστηριοποιώ
- δραστήρια
- δραστήριος
- δραστηριότητα
- δράστιδα
- δράστις
- δραστικά
- δραστικός
- δραστικότητα
- δράστρια
- επαναδραστηριοποίηση
- επαναδραστηριοποιώ
- στροβιλοαντιδραστήρας
- → δείτε τις λέξεις δράση και δρω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δράστης
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | δράστης | δράστα | δράσται |
Γενική | δράστου | δράσταιν | δραστῶν |
Δοτική | δράστῃ | δράσταιν | δράσταις |
Αιτιατική | δράστην | δράστα | δράστας |
Κλητική | δράστα | δράστα | δράσται |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δράστης < δράω / δρῶ < πρωτοελληνική *dráwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dréwh₂-e-ti < *dréwh₂- (τρέχω, δρω)
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
δράστης αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δράω
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δράστης < διδράσκω
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
δράστης αρσενικό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διδράσκω