πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δράστης οι δράστες
      γενική του δράστη των δραστών
    αιτιατική τον δράστη τους δράστες
     κλητική δράστη δράστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δράστης οἱ δρᾶσται
      γενική τοῦ δράστου τῶν δραστῶν
      δοτική τῷ δράστ τοῖς δράσταις
    αιτιατική τὸν δράστην τοὺς δράστᾱς
     κλητική ! δρᾶστ δρᾶσται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράστ
γεν-δοτ τοῖν  δράσταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δράστης < αττικός και ελληνιστικός τύπος του δρήστης < (δράω / δρῶ) θέμα δρασ- (όπως στον αόριστο ἔδρασα) + -της[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
δράστης < διδράσκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δράστης αρσενικό (θηλυκό δρᾶστις)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.