φονεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φονεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φονεύω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐νεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φονεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
φονεύω
Κλίση
επεξεργασίαΠαρακαλώ προσθέστε τους υπόλοιπους χρόνους αν είναι δυνατόν.
φονεύω
|
Πηγές
επεξεργασία
- φονεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.