θανατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θανατώνω < αρχαία ελληνική θανατόω, -ῶ
Ρήμα
επεξεργασίαθανατώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θανατώνω | θανάτωνα | θα θανατώνω | να θανατώνω | θανατώνοντας | |
β' ενικ. | θανατώνεις | θανάτωνες | θα θανατώνεις | να θανατώνεις | θανάτωνε | |
γ' ενικ. | θανατώνει | θανάτωνε | θα θανατώνει | να θανατώνει | ||
α' πληθ. | θανατώνουμε | θανατώναμε | θα θανατώνουμε | να θανατώνουμε | ||
β' πληθ. | θανατώνετε | θανατώνατε | θα θανατώνετε | να θανατώνετε | θανατώνετε | |
γ' πληθ. | θανατώνουν(ε) | θανάτωναν θανατώναν(ε) |
θα θανατώνουν(ε) | να θανατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θανάτωσα | θα θανατώσω | να θανατώσω | θανατώσει | ||
β' ενικ. | θανάτωσες | θα θανατώσεις | να θανατώσεις | θανάτωσε | ||
γ' ενικ. | θανάτωσε | θα θανατώσει | να θανατώσει | |||
α' πληθ. | θανατώσαμε | θα θανατώσουμε | να θανατώσουμε | |||
β' πληθ. | θανατώσατε | θα θανατώσετε | να θανατώσετε | θανατώστε | ||
γ' πληθ. | θανάτωσαν θανατώσαν(ε) |
θα θανατώσουν(ε) | να θανατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θανατώσει | είχα θανατώσει | θα έχω θανατώσει | να έχω θανατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις θανατώσει | είχες θανατώσει | θα έχεις θανατώσει | να έχεις θανατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει θανατώσει | είχε θανατώσει | θα έχει θανατώσει | να έχει θανατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θανατώσει | είχαμε θανατώσει | θα έχουμε θανατώσει | να έχουμε θανατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε θανατώσει | είχατε θανατώσει | θα έχετε θανατώσει | να έχετε θανατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θανατώσει | είχαν θανατώσει | θα έχουν θανατώσει | να έχουν θανατώσει |
|