kill
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | kill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kills |
αόριστος | killed |
παθητική μετοχή | killed |
ενεργητική μετοχή | killing |
Ρήμα επεξεργασία
kill (en)
- σκοτώνω, εξολοθρεύω
- ↪ He killed himself.
- Σκοτώθηκε.
- ↪ He killed himself.
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Λήμματα με τον όρο 'kill' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'kill' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό