kill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | kill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kills |
αόριστος | killed |
παθητική μετοχή | killed |
ενεργητική μετοχή | killing |
Ρήμα
επεξεργασία
kill (en)
- σκοτώνω, εξολοθρεύω
- ⮡ He killed himself.
- Σκοτώθηκε.
- ⮡ He killed himself.