ενεστώτας kill off
γ΄ ενικό ενεστώτα kills off
αόριστος killed off
παθητική μετοχή killed off
ενεργητική μετοχή killing off

Ετυμολογία

επεξεργασία
 δείτε τις λέξεις kill και off

kill off (en)

  1. αφανίζω, εξαλείφω
  2. (μεταφορικά) απορρίπτω, κόβω, αφαιρώ, αφήνω έξω, παύω, σταματώ, δεν συμπεριλαμβάνω
    (συχνά απότομα και χωρίς εξηγήσεις)