εξολοθρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξολοθρεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξολοθρεύω < αρχαία ελληνική ἐξολεθρεύω με ανομοίωση σε [o][1] < ἐξ (εξ-) + ὀλεθρεύω < ὄλεθρος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kso.loˈθɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐λο‐θρεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ο‐λο‐θρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαεξολοθρεύω, αόρ.: εξολόθρευσα/εξολόθρεψα, παθ.φωνή: εξολοθρεύομαι, π.αόρ.: εξολοθρεύτηκα/(-θηκα), μτχ.π.π.: εξολοθρευμένος/(εξολοθρεμένος)[3]
- καταστρέφω (έναν αντίπαλο) ολοσχερώς, προκαλώ τον όλεθρό του
- σκοτώνω όλα τα άτομα που αποτελούν ένα σύνολο
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη όλεθρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξολοθρεύω | εξολόθρευα | θα εξολοθρεύω | να εξολοθρεύω | εξολοθρεύοντας | |
β' ενικ. | εξολοθρεύεις | εξολόθρευες | θα εξολοθρεύεις | να εξολοθρεύεις | εξολόθρευε | |
γ' ενικ. | εξολοθρεύει | εξολόθρευε | θα εξολοθρεύει | να εξολοθρεύει | ||
α' πληθ. | εξολοθρεύουμε | εξολοθρεύαμε | θα εξολοθρεύουμε | να εξολοθρεύουμε | ||
β' πληθ. | εξολοθρεύετε | εξολοθρεύατε | θα εξολοθρεύετε | να εξολοθρεύετε | εξολοθρεύετε | |
γ' πληθ. | εξολοθρεύουν(ε) | εξολόθρευαν εξολοθρεύαν(ε) |
θα εξολοθρεύουν(ε) | να εξολοθρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξολόθρευσα | θα εξολοθρεύσω | να εξολοθρεύσω | εξολοθρεύσει | ||
β' ενικ. | εξολόθρευσες | θα εξολοθρεύσεις | να εξολοθρεύσεις | εξολόθρευσε | ||
γ' ενικ. | εξολόθρευσε | θα εξολοθρεύσει | να εξολοθρεύσει | |||
α' πληθ. | εξολοθρεύσαμε | θα εξολοθρεύσουμε | να εξολοθρεύσουμε | |||
β' πληθ. | εξολοθρεύσατε | θα εξολοθρεύσετε | να εξολοθρεύσετε | εξολοθρεύστε | ||
γ' πληθ. | εξολόθρευσαν εξολοθρεύσαν(ε) |
θα εξολοθρεύσουν(ε) | να εξολοθρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξολοθρεύσει | είχα εξολοθρεύσει | θα έχω εξολοθρεύσει | να έχω εξολοθρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξολοθρεύσει | είχες εξολοθρεύσει | θα έχεις εξολοθρεύσει | να έχεις εξολοθρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξολοθρεύσει | είχε εξολοθρεύσει | θα έχει εξολοθρεύσει | να έχει εξολοθρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξολοθρεύσει | είχαμε εξολοθρεύσει | θα έχουμε εξολοθρεύσει | να έχουμε εξολοθρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξολοθρεύσει | είχατε εξολοθρεύσει | θα έχετε εξολοθρεύσει | να έχετε εξολοθρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξολοθρεύσει | είχαν εξολοθρεύσει | θα έχουν εξολοθρεύσει | να έχουν εξολοθρεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξολοθρεύομαι | εξολοθρευόμουν(α) | θα εξολοθρεύομαι | να εξολοθρεύομαι | ||
β' ενικ. | εξολοθρεύεσαι | εξολοθρευόσουν(α) | θα εξολοθρεύεσαι | να εξολοθρεύεσαι | (εξολοθρεύου) | |
γ' ενικ. | εξολοθρεύεται | εξολοθρευόταν(ε) | θα εξολοθρεύεται | να εξολοθρεύεται | ||
α' πληθ. | εξολοθρευόμαστε | εξολοθρευόμαστε εξολοθρευόμασταν |
θα εξολοθρευόμαστε | να εξολοθρευόμαστε | ||
β' πληθ. | εξολοθρεύεστε | εξολοθρευόσαστε εξολοθρευόσασταν |
θα εξολοθρεύεστε | να εξολοθρεύεστε | (εξολοθρεύεστε) | |
γ' πληθ. | εξολοθρεύονται | εξολοθρεύονταν εξολοθρευόντουσαν |
θα εξολοθρεύονται | να εξολοθρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξολοθρεύτηκα | θα εξολοθρευτώ | να εξολοθρευτώ | εξολοθρευτεί | ||
β' ενικ. | εξολοθρεύτηκες | θα εξολοθρευτείς | να εξολοθρευτείς | εξολοθρεύσου | ||
γ' ενικ. | εξολοθρεύτηκε | θα εξολοθρευτεί | να εξολοθρευτεί | |||
α' πληθ. | εξολοθρευτήκαμε | θα εξολοθρευτούμε | να εξολοθρευτούμε | |||
β' πληθ. | εξολοθρευτήκατε | θα εξολοθρευτείτε | να εξολοθρευτείτε | εξολοθρευτείτε | ||
γ' πληθ. | εξολοθρεύτηκαν εξολοθρευτήκαν(ε) |
θα εξολοθρευτούν(ε) | να εξολοθρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξολοθρευτεί | είχα εξολοθρευτεί | θα έχω εξολοθρευτεί | να έχω εξολοθρευτεί | εξολοθρευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξολοθρευτεί | είχες εξολοθρευτεί | θα έχεις εξολοθρευτεί | να έχεις εξολοθρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξολοθρευτεί | είχε εξολοθρευτεί | θα έχει εξολοθρευτεί | να έχει εξολοθρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξολοθρευτεί | είχαμε εξολοθρευτεί | θα έχουμε εξολοθρευτεί | να έχουμε εξολοθρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξολοθρευτεί | είχατε εξολοθρευτεί | θα έχετε εξολοθρευτεί | να έχετε εξολοθρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξολοθρευτεί | είχαν εξολοθρευτεί | θα έχουν εξολοθρευτεί | να έχουν εξολοθρευτεί |
Επίσης οι τύποι:[3]
- ενεργητική φωνή: εξαρτημένος τύπος εξολοθρευτώ, αόριστος εξολοθρεύτηκα
- παθητική φωνή: και αόριστος λόγιος εξολοθρεύθηκα, παθητική μετοχή, και εξολοθρεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξολοθρεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξολοθρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 3,0 3,1 Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).