Δείτε επίσης: ἐξολοθρεύω, ἐξολεθρεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξολοθρεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξολοθρεύω < αρχαία ελληνική ἐξολεθρεύω με ανομοίωση σε [o][1] < ἐξ (εξ-) + ὀλεθρεύω < ὄλεθρος[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.loˈθɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐λο‐θρεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ο‐λο‐θρεύ‐ω

εξολοθρεύω, αόρ.: εξολόθρευσα/εξολόθρεψα, παθ.φωνή: εξολοθρεύομαι, π.αόρ.: εξολοθρεύτηκα/(-θηκα), μτχ.π.π.: εξολοθρευμένος/(εξολοθρεμένος)[3]

  1. καταστρέφω (έναν αντίπαλο) ολοσχερώς, προκαλώ τον όλεθρό του
  2. σκοτώνω όλα τα άτομα που αποτελούν ένα σύνολο

Συγγενικά

επεξεργασία

Επίσης οι τύποι:[3]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εξολοθρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. 3,0 3,1 Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).