εξολοθρευτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξολοθρευτικά < εξολοθρευτικός + -ά < αρχαία ελληνική ἐξολεθρευτικός < ἐξολεθρεύω < ὄλεθρος
Επίρρημα επεξεργασία
εξολοθρευτικά
Συγγενικά επεξεργασία
- εξολοθρευτικός
- → δείτε τις λέξεις εξολοθρεύω και όλεθρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξολοθρευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εξολοθρευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξολοθρευτικό