εξολοθρευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξολοθρευτικός < αρχαία ελληνική ἐξολεθρευτικός < ἐξολεθρεύω < ὄλεθρος
Επίθετο
επεξεργασίαεξολοθρευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εξολόθρευση, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Ασφαλώς οι επιδημίες τον 18ο αιώνα δεν είναι το ίδιο εξολοθρευτικές, όπως τον προηγούμενο. Εμφανίζονται όμως σε ολόκληρο τον χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αποτελούν μόνιμο φραγμό στην ανάπτυξη των πληθυσμών. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978-960-213-107-7, σελ. 156)
Συγγενικά
επεξεργασία- εξολοθρευτικά
- → δείτε τις λέξεις εξολοθρεύω και όλεθρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξολοθρευτικός