Δείτε επίσης: ἐξολεθρευτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξολοθρευτικός η εξολοθρευτική το εξολοθρευτικό
      γενική του εξολοθρευτικού της εξολοθρευτικής του εξολοθρευτικού
    αιτιατική τον εξολοθρευτικό την εξολοθρευτική το εξολοθρευτικό
     κλητική εξολοθρευτικέ εξολοθρευτική εξολοθρευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξολοθρευτικοί οι εξολοθρευτικές τα εξολοθρευτικά
      γενική των εξολοθρευτικών των εξολοθρευτικών των εξολοθρευτικών
    αιτιατική τους εξολοθρευτικούς τις εξολοθρευτικές τα εξολοθρευτικά
     κλητική εξολοθρευτικοί εξολοθρευτικές εξολοθρευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξολοθρευτικός < αρχαία ελληνική ἐξολεθρευτικός < ἐξολεθρεύω < ὄλεθρος

  Επίθετο

επεξεργασία

εξολοθρευτικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την εξολόθρευση, συντελεί ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Ασφαλώς οι επι­δημίες τον 18ο αιώνα δεν είναι το ίδιο εξολοθρευτικές, όπως τον προηγούμενο. Εμφανίζονται όμως σε ολόκληρο τον χώ­ρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αποτελούν μόνιμο φραγμό στην ανάπτυξη των πληθυσμών. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978-960-213-107-7, σελ. 156)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία