σκοτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοτώνω < σκοτῶ < αρχαία ελληνική σκοτόω < σκότος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασκοτώνω, αόρ.: σκότωσα, παθ.φωνή: σκοτώνομαι, π.αόρ.: σκοτώθηκα, μτχ.π.π.: σκοτωμένος
- σταματάω, αφαιρώ τη ζωή κάποιου, θανατώνω
- (μεταφορικά, για εμπορεύματα) πουλάω κάτι σε τιμή χαμηλότερη της αξίας του
- (οικείο, για λέξεις σε χειρόγραφο κείμενο) γράφω κάτι κάνοντας σοβαρό ορθογραφικό λάθος
- ↪ Έγραψες το "παιδί" με έψιλον; Τη σκότωσες τη λέξη!
- (μεταφορικά) χτυπάω σοβαρά ή δυνατά
- ↪ Σκόνταψα στο σκαλοπάτι και σκοτώθηκα! Φέρε πάγο!
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοτώνω | σκότωνα | θα σκοτώνω | να σκοτώνω | σκοτώνοντας | |
β' ενικ. | σκοτώνεις | σκότωνες | θα σκοτώνεις | να σκοτώνεις | σκότωνε | |
γ' ενικ. | σκοτώνει | σκότωνε | θα σκοτώνει | να σκοτώνει | ||
α' πληθ. | σκοτώνουμε | σκοτώναμε | θα σκοτώνουμε | να σκοτώνουμε | ||
β' πληθ. | σκοτώνετε | σκοτώνατε | θα σκοτώνετε | να σκοτώνετε | σκοτώνετε | |
γ' πληθ. | σκοτώνουν(ε) | σκότωναν σκοτώναν(ε) |
θα σκοτώνουν(ε) | να σκοτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκότωσα | θα σκοτώσω | να σκοτώσω | σκοτώσει | ||
β' ενικ. | σκότωσες | θα σκοτώσεις | να σκοτώσεις | σκότωσε | ||
γ' ενικ. | σκότωσε | θα σκοτώσει | να σκοτώσει | |||
α' πληθ. | σκοτώσαμε | θα σκοτώσουμε | να σκοτώσουμε | |||
β' πληθ. | σκοτώσατε | θα σκοτώσετε | να σκοτώσετε | σκοτώστε | ||
γ' πληθ. | σκότωσαν σκοτώσαν(ε) |
θα σκοτώσουν(ε) | να σκοτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκοτώσει | είχα σκοτώσει | θα έχω σκοτώσει | να έχω σκοτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκοτώσει | είχες σκοτώσει | θα έχεις σκοτώσει | να έχεις σκοτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκοτώσει | είχε σκοτώσει | θα έχει σκοτώσει | να έχει σκοτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοτώσει | είχαμε σκοτώσει | θα έχουμε σκοτώσει | να έχουμε σκοτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκοτώσει | είχατε σκοτώσει | θα έχετε σκοτώσει | να έχετε σκοτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοτώσει | είχαν σκοτώσει | θα έχουν σκοτώσει | να έχουν σκοτώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοτώνομαι | σκοτωνόμουν(α) | θα σκοτώνομαι | να σκοτώνομαι | ||
β' ενικ. | σκοτώνεσαι | σκοτωνόσουν(α) | θα σκοτώνεσαι | να σκοτώνεσαι | ||
γ' ενικ. | σκοτώνεται | σκοτωνόταν(ε) | θα σκοτώνεται | να σκοτώνεται | ||
α' πληθ. | σκοτωνόμαστε | σκοτωνόμαστε σκοτωνόμασταν |
θα σκοτωνόμαστε | να σκοτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σκοτώνεστε | σκοτωνόσαστε σκοτωνόσασταν |
θα σκοτώνεστε | να σκοτώνεστε | (σκοτώνεστε) | |
γ' πληθ. | σκοτώνονται | σκοτώνονταν σκοτωνόντουσαν |
θα σκοτώνονται | να σκοτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκοτώθηκα | θα σκοτωθώ | να σκοτωθώ | σκοτωθεί | ||
β' ενικ. | σκοτώθηκες | θα σκοτωθείς | να σκοτωθείς | σκοτώσου | ||
γ' ενικ. | σκοτώθηκε | θα σκοτωθεί | να σκοτωθεί | |||
α' πληθ. | σκοτωθήκαμε | θα σκοτωθούμε | να σκοτωθούμε | |||
β' πληθ. | σκοτωθήκατε | θα σκοτωθείτε | να σκοτωθείτε | σκοτωθείτε | ||
γ' πληθ. | σκοτώθηκαν σκοτωθήκαν(ε) |
θα σκοτωθούν(ε) | να σκοτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκοτωθεί | είχα σκοτωθεί | θα έχω σκοτωθεί | να έχω σκοτωθεί | σκοτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκοτωθεί | είχες σκοτωθεί | θα έχεις σκοτωθεί | να έχεις σκοτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκοτωθεί | είχε σκοτωθεί | θα έχει σκοτωθεί | να έχει σκοτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοτωθεί | είχαμε σκοτωθεί | θα έχουμε σκοτωθεί | να έχουμε σκοτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκοτωθεί | είχατε σκοτωθεί | θα έχετε σκοτωθεί | να έχετε σκοτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοτωθεί | είχαν σκοτωθεί | θα έχουν σκοτωθεί | να έχουν σκοτωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκοτωμένος - είμαστε, είστε, είναι σκοτωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκοτωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκοτωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκοτωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκοτωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκοτωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκοτωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοτώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- σκοτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκοτώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοτώνω < σκοτ(ῶ), κλίση -όω + -ώνω < αρχαία ελληνική σκοτόω < σκότος
Ρήμα
επεξεργασίασκοτώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σκοτώννω
- τύποι: ἐσκοτώνναν
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀποκτέννω
- ἀπολλύω
- ἀσσασσινεύω
- διαχειρίζω
- ἐκθανατώνω
- καταμακελεύω
- ξεκάμω
- μεταφορικά: βλάπτω, ἐξάγω τὴν ψυχήν, κάνω φόνον, κάνω αἵματα
- για τη μέση φωνή: ἀπόλλω, ξεπέφτω, μὲ ἁρπᾶ φόνος, πηγαίνω μέσα στὰ βύθη τοῦ ᾍδη
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαόπως βρέθηκαν σε κείμενα:
- ἐσκοτώθη, ἐσκοτώθηκε, σκοτώθηκεν
- ἐσκοτώθηκαν, ἐσκοτώθησαν, 'σκοτώθησαν, ἐσκοτωθήσανε, ἐσκοτωθήκασι, 'σκοτωθῆκα
- νὰ σκοτωθούσινε < -οῦσι
- ἐσκότωναν, ἐσκοτῶναν
- ἐσκοτώνουνταν, ἐσκοτώνουντα, ἐσκοτώνοντο
- ἐσκότωσα
- ἐσκότωσαμεν
- ἐσκοτώσατε
- ἐσκοτῶσαν, ἐσκότωσαν, ἐσκοτώσανε, ἐσκοτώσασι
- ἐσκότωσεν
- ἐσκότωσες
- σκοτώθην
- νὰ σκοτωθῆς
- νὰ σκοτωθοῦσι, νὰ σκοτωθοῦν
- νὰ σκοτωθῶ
- σκοτώνει
- σκοτώνουν, σκοτώνουσι
- νὰ σκοτώνουνται
- σκότωσε (προστακτική)
- θέλω σκοτώσει
- νὰ σκοτώσει
- θέλουν μὲ σκοτώσειν
- σκοτώση, νὰ σκοτώσῃ
- σκοτώσης
- νὰ σκοτώσομεν, νὰ τὴν σκοτώσωμεν
- νὰ σκοτώσουν, νὰ σκοτώσου, νὰ σκοτώσουσιν
Συγγενικά
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα, συγγενικά:
→ και δείτε τις λέξεις σκοτῶ και σκότος
Πηγές
επεξεργασία- σελ.316-317 Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.