Ετυμολογία

επεξεργασία

σκοτώνω, αόρ.: σκότωσα, παθ.φωνή: σκοτώνομαι, π.αόρ.: σκοτώθηκα, μτχ.π.π.: σκοτωμένος

  1. σταματάω, αφαιρώ τη ζωή κάποιου, θανατώνω
  2. (μεταφορικά, για εμπορεύματα) πουλάω κάτι σε τιμή χαμηλότερη της αξίας του
  3. (οικείο, για λέξεις σε χειρόγραφο κείμενο) γράφω κάτι κάνοντας σοβαρό ορθογραφικό λάθος
      Έγραψες το "παιδί" με έψιλον; Τη σκότωσες τη λέξη!
  4. (μεταφορικά) χτυπάω σοβαρά ή δυνατά
      Σκόνταψα στο σκαλοπάτι και σκοτώθηκα! Φέρε πάγο!

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

σκοτώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία