Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκοτώνω < μεσαιωνική ελληνική σκοτώνω < ελληνιστική κοινή σκοτόω / σκοτῶ < σκότος

  ΡήμαΕπεξεργασία

σκοτώνω (παθητική φωνή: σκοτώνομαι)

  1. σταματώ, αφαιρώ τη ζωή κάποιου, θανατώνω
  2. (μεταφορικά, για εμπορεύματα) πουλάω κάτι σε τιμή χαμηλότερη της αξίας του
  3. (οικείο, για λέξεις σε χειρόγραφο κείμενο) γράφω κάτι κάνοντας σοβαρό ορθογραφικό λάθος
    Έγραψες το "παιδί" με έψιλον; Το σκότωσες!
  4. (μεταφορικά) χτυπάω σοβαρά ή δυνατά
    Σκόνταψα στο σκαλοπάτι και σκοτώθηκα! Φέρε πάγο!

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • σκοτώνω την ώρα μου: κάνω κάτι απλώς για να περάσει η ώρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία