σκότωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκότωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκοτώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκότωμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκότωμα < αρχαία ελληνική σκοτόω < σκότος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκότωμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- σκότωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.