ίλιγγος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίλιγγος | οι | ίλιγγοι |
γενική | του | ιλίγγου & ίλιγγου |
των | ιλίγγων & ίλιγγων |
αιτιατική | τον | ίλιγγο | τους | ιλίγγους & ίλιγγους |
κλητική | ίλιγγε | ίλιγγοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ίλιγγος < αρχαία ελληνική ἴλιγγος εκ του ἴλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.liŋ.gɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ίλιγγος αρσενικό
- (ιατρική): απώλεια αίσθησης ισορροπίας, χαρακτηριστικό αίσθημα ζάλης κατά το οποίο ο ασθενής νιώθει ότι ο ίδιος ή τα πράγματα γύρω του περιστρέφονται ή κινούνται με άλλο τρόπο
- (μεταφορικά) αυτό που νιώθουμε όταν κάτι μας παρασύρει ψυχικά και μας δημιουργεί έντονη αναστάτωση
- τον είχε παρασύρει ο ίλιγγος της ταχύτητας
- (μεταφορικά) έντονο συναίσθημα ανησυχίας και φόβου
- με πιάνει ίλιγγος όταν σκέφτομαι το τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ίλιγγος