πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτοδίνη οι σκοτοδίνες
      γενική της σκοτοδίνης των σκοτοδινών
    αιτιατική τη σκοτοδίνη τις σκοτοδίνες
     κλητική σκοτοδίνη σκοτοδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοτοδίνη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκοτοδίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. σκοτοδίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκοτοδῑνα-
ονομαστική σκοτοδίνη αἱ σκοτοδῖναι
      γενική τῆς σκοτοδίνης τῶν σκοτοδινῶν
      δοτική τῇ σκοτοδίν ταῖς σκοτοδίναις
    αιτιατική τὴν σκοτοδίνην τὰς σκοτοδίνᾱς
     κλητική ! σκοτοδίνη σκοτοδῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκοτοδίν
γεν-δοτ τοῖν  σκοτοδίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοτοδίνη θηλυκό [σκοτοδῑνη] (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία