vertigo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvertigo (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvertigo (fr) αρσενικό
- ασθένεια των αλόγων, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα που προκαλεί άτακτες κινήσεις, στροβιλισμούς
- (μεταφορικά) και (παρωχημένο) αναποδιά, τρέλα, καπρίτσιο