τρέλα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρέλα | οι | τρέλες |
γενική | της | τρέλας | των | τρελών |
αιτιατική | την | τρέλα | τις | τρέλες |
κλητική | τρέλα | τρέλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρέλα < τρελ(αίνω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρέλα θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διαταράσσεται η πνευματική ισορροπία και η λογική του ανθρώπου
- η απερίσκεπτη ενέργεια
- (πληθυντικός) οι απερισκεψίες
- (μεταφορικά) η ιδιοτροπία
- (μεταφορικά) το πάθος
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρελός
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πάει στους ανθρώπους: η τρέλα σχετίζεται με τον άνθρωπο, όχι με τη φύση
- πουλάω τρέλα: παριστάνω τον τρελό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- τρέλα στα Βικιφθέγματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πνευματική διαταραχή
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
τρέλα