ιδιοτροπία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιδιοτροπία < ελληνιστική κοινή ἰδιοτροπία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιδιοτροπία θηλυκό
- η ιδιότητα του ιδιότροπου
- ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου, πράγματος ή κατάστασης που φαίνεται παράξενο ή ενοχλητικό ή/και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση