πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφροσύνη οι παραφροσύνες
      γενική της παραφροσύνης των παραφροσυνών
    αιτιατική την παραφροσύνη τις παραφροσύνες
     κλητική παραφροσύνη παραφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.fɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραφροσύνη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραφροσύνη θηλυκό

  1. (για ανθρώπους) η ιδιότητα του παράφρονος, η ψυχασθένεια, η τρέλα
  2. ενέργεια χωρίς λογική, παραλογισμός, τρέλα
  3. η κατάσταση ή η ποιότητα μιας κατάστασης που οδηγεί τους ανθρώπους στον παραλογισμό, στην τρέλα
    η παραφροσύνη του πολέμου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

παραφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραφροσύνη θηλυκό

  1. παραφροσύνη