παραλογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλογισμός < αρχαία ελληνική παραλογισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλογισμός αρσενικό
- σκέψη χωρίς λογική
- ακραία κατάσταση μέσα στην οποία ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του
- ο παραλογισμός του πολέμου