Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχασθένεια οι ψυχασθένειες
      γενική της ψυχασθένειας των ψυχασθενειών
    αιτιατική την ψυχασθένεια τις ψυχασθένειες
     κλητική ψυχασθένεια ψυχασθένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχασθένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychasthénie < αρχαία ελληνική ψυχή + ἀσθένεια [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχασθένεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ψυχή, ασθενής και σθένος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία