ἀσθένεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀσθένειᾰ | αἱ | ἀσθένειαι |
γενική | τῆς | ἀσθενείᾱς | τῶν | ἀσθενειῶν |
δοτική | τῇ | ἀσθενείᾳ | ταῖς | ἀσθενείαις |
αιτιατική | τὴν | ἀσθένειᾰν | τὰς | ἀσθενείᾱς |
κλητική ὦ! | ἀσθένειᾰ | ἀσθένειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσθενείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσθενείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀσθένεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀσθενής
Πηγές
επεξεργασία- ἀσθένεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσθένεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.