ἀσθενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀσθενής | τὸ | ἀσθενές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀσθενοῦς | τοῦ | ἀσθενοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀσθενεῖ | τῷ | ἀσθενεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀσθενῆ | τὸ | ἀσθενές | ||
κλητική ὦ! | ἀσθενές | ἀσθενές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀσθενεῖς | τὰ | ἀσθενῆ | ||
γενική | τῶν | ἀσθενῶν | τῶν | ἀσθενῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀσθενέσῐ(ν) | τοῖς | ἀσθενέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀσθενεῖς | τὰ | ἀσθενῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀσθενεῖς | ἀσθενῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσθενεῖ | τὼ | ἀσθενεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσθενοῖν | τοῖν | ἀσθενοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀσθενής, -ή, -ές
- αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, ανίσχυρος, άτονος
- (ως προς την περιουσία) αδύναμος, φτωχός, άπειρος
- ασήμαντος
- (για ποτάμια) μικρός, μηδαμινός (που έχει λίγο νερό)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σθένος
Πηγές
επεξεργασία
- ἀσθενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσθενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.