ἀσθενής
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἀσθενής
- αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, άτονος
- (λέγεται προς την περιουσία) αδύναμος, φτωχός, άπειρος
- ασήμαντος
- (λέγεται για ποτάμια) μικρός, μηδαμινός (αυτός που έχει λίγο νερό)