Δείτε επίσης: νευρωνικός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρωτικός η νευρωτική το νευρωτικό
      γενική του νευρωτικού της νευρωτικής του νευρωτικού
    αιτιατική τον νευρωτικό τη νευρωτική το νευρωτικό
     κλητική νευρωτικέ νευρωτική νευρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρωτικοί οι νευρωτικές τα νευρωτικά
      γενική των νευρωτικών των νευρωτικών των νευρωτικών
    αιτιατική τους νευρωτικούς τις νευρωτικές τα νευρωτικά
     κλητική νευρωτικοί νευρωτικές νευρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.vɾo.tiˈkos/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /ne.vɾo.tiˈci/ (θηλυκό)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)